κωμικόν

κωμικόν
κωμικός
of
masc acc sg
κωμικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • BATON Sinopensis — verum Persicarum commentarios condidit: cuius rei auctor nobis Strabo l. 12. ubi de Sinope, Α῎νδρας ἐξήνεγκεν ἀγαθούς. Τῶν μὲν φιλοσόφων Διογένη τὸν Κυνικὸν, καὶ Τιμόθεον τὸν Πατρίωνα. Τῶν δὲ ποιητῶν Δίφιλον τὸν Κωμικόν. Τᾶν δὲ συγγραφέων Βκ´θωνα …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMICUS — absolute Aristophanes dicitur. Eustathius, in Dionysium, ad v. 345. Ε῎ςι δὲ καὶ εν Α᾿θήναις τεῖχος πελασγικὸν, ἠτοι πελαργικὸν, ὡς ὁ Κωμικὸς δηλοὶ εν τοῖς ὄρνισιν. Est autem et Athenis murus Pelasgicus, an Pelargicus, uti in Avibus Comicus docet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • προσεπαινώ — έω, ΜΑ επαινώ κάτι επιπροσθέτως («τὸν κωμικὸν ὑποκριτὴν προσεπαινέσας», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”